- υπολιμνίσκος
- ὁ, Αβλ. ὑπολημνίσκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπολημνίσκος — και ὑπολιμνίσκος, ὁ, Α (κατά τον Επιφάν.) «ὁ γοῡν ὑπολιμνίσκος τοιοῡτόν ἐστι ἁπλῆ δηλονότι γραμμή, ὀβελοῡ τὸ σχῆμα ἔχουσα, ὑποκειμένην δὲ ἔχουσα στιγμήν, ἤγουν κέντρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λημνίσκος «στενή ταινία από μαλλί»] … Dictionary of Greek